- επιλιπαίνω
- ἐπιλιπαίνω (Α)καθιστώ κάτι λιπαρό.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λιπαίνω (< λίπος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιλιπαίνειν — ἐπιλιπαίνω make fat pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλιπαίνων — ἐπιλιπαίνω make fat pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπιλιπαίνει — πρόσ ἐπιλιπαίνω make fat pres ind mp 2nd sg πρόσ ἐπιλιπαίνω make fat pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαίνω — (AM λιπαίνω) [λίπα] 1. επιχρίω, αλείφω με λίπος ή με άλλη λιπαρή ουσία («λιπαίνειν τὴν κεφαλὴν ἐλαίῳ», Ιπποκρ.) 2. λαδώνω ένα περιστρεφόμενο εξάρτημα, ιδίως άξονα, μηχανήματος για να τό προστατεύσω και να τό συντηρήσω από τη φθορά που γίνεται με… … Dictionary of Greek
προσεπιλιπαίνω — Μ καθιστώ κάτι λιπαρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιλιπαίνω «κάνω κάτι λιπαρό»] … Dictionary of Greek